- κεφαλαιοκρατικός
- -ή, -όκαπιταλιστικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία: Έχουν κεφαλαιοκρατικό σύστημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεφαλαιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία, καπιταλιστικός («κεφαλαιοκρατική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, κληρο κρατία. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek
καπιταλιστικός — ή, ό κεφαλαιοκρατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalistique < capitaliste «καπιταλιστής»] … Dictionary of Greek
Ράμσεϊ, Τζορτζ — (Ramsay, 1800 – 1871). Άγγλος οικονομολόγος και φιλόσοφος, ένας από τους τελευταίους εκπρόσωπους της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και έγραψε φιλοσοφικά και ψυχολογικά έργα, έγινε όμως κυρίως… … Dictionary of Greek
καπιταλιστικός — ή, ό κεφαλαιοκρατικός: Ζούμε σε μια καπιταλιστική κοινωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)